- αφροσκέπαστος
- η , ο , αφροσκεπής, ης, ες, αφροστέφανος, αφροστεφανωμένος, αφροστεφάνωτος9 η , ο , —τεφής, ης, ες покрытый пеной;
κύματα αφροστεφή — пенистые волны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κύματα αφροστεφή — пенистые волны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.